- μυωπάζων
- щурящийся
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
μυωπάζων — μυωπάζω blink pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυντιζόμενος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μυωπάζων, παρακαμμύων» … Dictionary of Greek
παρακαμμύω — Μ (αντί παρακαταμύω) βλέπω με την άκρη τού ματιού μου, λοξοκοιτάζω («μυωπιζόμενος μυωπάζων, παρακαμμύων», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + καμμύω* «κλείνω τα μάτια»] … Dictionary of Greek
ԶԱՉԱՑՈՒ — (ի, աց.) NBH 1 0715 Chronological Sequence: Early classical, 11c ա. μυωπάζων caecutiens, lusciosus Աչացու. աչացաւ. կոյր. աչքը աւրած, աչք չունեցօղ, հաւկուր. ... *Կոյր է եւ զաչացու. ՟Բ. Պետ. ՟Ա. 9: *Իբրեւ զաչացու խարխափեսցենʼʼ. յն. իբրեւ որոց ոչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)